- μηλομαχία
- μηλομαχία, ἡ (Α)μάχη με μήλα, πετροβολισμός με μήλα.[ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (Ι) + -μαχία (< -μάχος < μάχομαι), πρβλ. ιππο-μαχία, ξιφο-μαχία].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μηλομαχίαν — μηλομαχίᾱν , μηλομαχία pelting match with apples fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάχομαι — (ΑM μάχομαι) 1. διεξάγω ή συνάπτω μάχη, κάνω πόλεμο, πολεμώ 2. καταβάλλω έντονες προσπάθειες για να φέρω κάτι σε πέρας, πασχίζω να πετύχω κάτι, αγωνίζομαι με όλες μου τις δυνάμεις να πραγματοποιήσω τους σκοπούς μου, καταβάλλω μεγάλους κόπους ώστε … Dictionary of Greek
μήλο — Καρπός που προέρχεται όχι μόνο από το μετασχηματισμό των ιστών της ωοθήκης του άνθους, αλλά και από τους ιστούς των οργάνων στήριξης του· βοτανικά είναι ένας ψευδής καρπός, αρκετά ογκώδης. Τυπικά παραδείγματα τέτοιων καρπών είναι οι καρποί των… … Dictionary of Greek